- παιδιακός
- παιδ-ιακός, ή, όν,A of children,
ἐπίκρισις PSI 5.450.69
(ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίκρισις PSI 5.450.69
(ii/iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδιακός — ή, ὁ (Α πιθ. γρφ. παιδιακός, ή, όν) ο σχετικός με παιδί, παιδικός, αθώος («κι εκείνη η αγάπη η παιδιακή, που χα γι αυτήν, η αθώα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κατάλ. ακός (πρβλ. νηπι ακός)] … Dictionary of Greek
παιδιακόν — παιδιακός of children masc acc sg παιδιακός of children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιακίζω — [παιδιακός] παιδιαρίζω … Dictionary of Greek
παιδιακή — παιδιακός of children fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιακήσιος — α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια») 2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»). επίρρ... παιδιακήσια με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν… … Dictionary of Greek
παιδιακίστικος — η, ο παιδιακήσιος, παιδιάστικος, παιδικός. επίρρ... παιδιακίστικα παιδιακήσια, παιδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. ίστικος (πρβλ. νεολαι ίστικος)] … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek